ηπειρόθεν

ηπειρόθεν
ἠπειρόθεν (Α)
επίρρ. από την ήπειρο, από τη στεριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπειρος + επίρρ. κατάλ. -θεν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἠπειρόθεν — from the mainland indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήπειρος — Εκτεταμένο τμήμα ξηράς. Διακρίνεται από τα νησιά λόγω της μεγαλύτερης έκτασής του, ενώ χωρίζεται με τους ωκεανούς από τις άλλες η. Οι καθαυτό ή., με την ορθή έννοια του όρου, είναι τέσσερις: η ΑρχαίαΕυρασιατοαφρικανική ή., που σχηματίζεται από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”